διίσταμαι — (AM διίστημι, Α και διίσταμαι) [ίστημι] 1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι 2. διαφωνώ, φιλονικώ μσν. κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει αρχ. Ι. ενεργ. 1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω 2. διακρίνω, διαστέλλω 3.… … Dictionary of Greek
Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… … Dictionary of Greek
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek
Χατζόπουλος — Επώνυμο 2 αδελφών, ενός συγγραφέα και ενός δημοσιογράφου. 1. Δημήτριος (Αγρίνιο 1872 – Αθήνα 1936). Δημοσιογράφος. Είναι γνωστός και με τα ψευδώνυμα Μποέμ, Πεζοπόρος, Διαβάτης, Αττικός κ.ά. Για ένα διάστημα μετανάστευσε στην Αίγυπτο, όπου… … Dictionary of Greek
αναληπτικός — ή, ό αυτό που συντελεί στο να αναλάβει, να αναρρώσει κανείς: Τα λεγόμενα αναληπτικά φάρμακα βοηθούν στην αναζωογόνηση των λειτουργιών του οργανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναρρώνω — ανάρρωσα, συνέρχομαι από αρρώστια, δυναμώνω: Βγήκε από το νοσοκομείο, αλλά δεν έχει αναρρώσει εντελώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)